προσαναβαίνω

προσαναβαίνω
восходить, подниматься, продвигаться выше.

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προσαναβαίνω" в других словарях:

  • προσαναβαίνω — Α [ἀναβαίνω] 1. (κυρίως για πτηνά που ζουν στο νερό) ανεβαίνω ή ανέρχομαι προς ένα μέρος 2. ανέρχομαι επί πλέον, ακόμη 3. αναρριχώμαι («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», Πλάτ.) 4. (για ποταμό) πλημμυρίζω επί πλέον 5. ιππεύω επιπροσθέτως 6. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • προσαναβαινόντων — προσαναβαίνω go up pres part act masc/neut gen pl προσαναβαίνω go up pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβαῖνον — προσαναβαίνω go up pres part act masc voc sg προσαναβαίνω go up pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβαίνει — προσαναβαίνω go up pres ind mp 2nd sg προσαναβαίνω go up pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβᾶσαν — προσαναβαίνω go up aor part act fem acc sg (attic epic ionic) προσαναβαίνω go up aor part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβάντων — προσαναβαίνω go up aor part act masc/neut gen pl προσαναβαίνω go up aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβήσεται — προσαναβαίνω go up aor subj mid 3rd sg (epic) προσαναβαίνω go up fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανέβαινον — προσαναβαίνω go up imperf ind act 3rd pl προσαναβαίνω go up imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανέβησαν — προσαναβαίνω go up aor ind act 3rd pl προσαναβαίνω go up aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβαίνειν — προσαναβαίνω go up pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβαίνοις — προσαναβαίνω go up pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»